- μονοπώλης
- μονοπώλης, ὁ (Α)αυτός που μονοπωλεί, που έχει το μονοπώλιο ενός εμπορεύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. παντο-πώλης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοπωλείον — μονοπωλεῑον και μονοπουλεῑο(ν) και μονοπουλίο(ν), τὸ (Μ) [μονοπώλης] το μονοπώλιο … Dictionary of Greek
μονοπωλώ — (Α μονοπωλῶ, έω) [μονοπώλης] πουλώ κατ αποκλειστικότητα ένα προϊόν ή εμπόρευμα, έχω το μονοπώλιο ενός προϊόντος νεοελλ. 1. καθιστώ ένα εμπόρευμα μονοπωλιακό 2. μτφ. α) αποκτώ ή σφετερίζομαι αποκλειστικά δικαιώματα σε έναν τομέα («μονοπωλεί τις… … Dictionary of Greek
μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση … Dictionary of Greek